- διορισμῶν
- διόρισιςdistinctionmasc gen plδιορισμόςdivisionmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάκληση — η 1. η πρόσκληση για επιστροφή: Η κυβέρνηση αποφάσισε την ανάκληση του πρεσβευτή μας. 2. ματαίωση, ακύρωση: Έγινε ανάκληση των διορισμών στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών. 3. «ανάκληση στην τάξη», παρατήρηση σε κάποιον που παρεκτράπηκε στη Βουλή, σε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)